- ἔναυρον
- ἔναυροςexposed to the airmasc/fem acc sgἔναυροςexposed to the airneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έναυρος — ἔναυρος, ον (Α) 1. ο εκτεθειμένος στην αύρα («χωρίον εὔπνουν καὶ ἔναυρον», Θεόφρ.) 2. (το αρσ. ως κύρ. όνομ.) Ἔναυρος ένα από τα επίθετα τού Απόλλωνος … Dictionary of Greek